ληστρικος

ληστρικος
    λῃστρικός
    3
    разбойничий, пиратский

(τριακόντορος Thuc.; σκάφη Diod.)

; разбойничий, разбойный
    

(βίος Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ληστρικος" в других словарях:

  • λῃστρικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληστρικός — ή, ό (AM λῃστρικός, ή, όν) [ληστρίς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές («ὁ λῃστρικὸς πόλεμος» Πλούτ.) 2. αυτός που προσιδιάζει στον τρόπο τών ληστών, αυτός που έχει τον χαρακτήρα ληστείας («ληστρική πράξη») 3. φρ. «ληστρική σύνοδος»… …   Dictionary of Greek

  • ληστρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους ληστές: Ληστρικές επιδρομές. 2. αισχροκερδής: Το μαγαζί του έχει ληστρικές τιμές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λῃστρικά — λῃστρικός neut nom/voc/acc pl λῃστρικά̱ , λῃστρικός fem nom/voc/acc dual λῃστρικά̱ , λῃστρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικώτερον — λῃστρικός adverbial comp λῃστρικός masc acc comp sg λῃστρικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστρικόν — λῃστρικός masc acc sg λῃστρικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικῶν — λῃστρικός fem gen pl λῃστρικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικόν — λῃστρικός masc acc sg λῃστρικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικώτατα — λῃστρικός adverbial superl λῃστρικός neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικώτατον — λῃστρικός masc acc superl sg λῃστρικός neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστρικοῖς — λῃστρικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»